ἀνασπάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασπάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασπάζομαι Ἤπ. Κεφαλλ. Κέως Πελοπν. (Αἴγ. Γέρμ. Γλανιτζ. Γορτυν.Λακων.Μαν)Σῦρ.Χίος-ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,365 ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 187-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνασπάζουμαι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ.)-Λεξ. Βλαστ. ἀνασπάζουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνεσπάζομαι Χίος (Καρδάμ. κ. ἀ. ἀνισπάζουμι Κυδων. ἀνασπαίνομαι Ἤπ. Κεφαλλ. ἀνασπαίνουμι Ἤπ. ᾽νεσπάζομαι Ἰων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀσπάζομαι. Τὸ ἀνασπαίνομαι ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνασπάστηκα κατὰ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,296
Σημασιολογία
᾿Ασπάζομαι, φιλῶ ἔνθ᾽ ἄν.: ’Ανασπάζομαι τὴν εἰκόνα-τὸ λείψανο -τὸ σταυρό Γέρμ. Μάν. Ὁ πεθερὸς ἀνασπάστηκε τη νύφη του ’ς τὸ μέτωπο Γλανιτζ. Ἐνεσπάστην τὸν ἀφέντην του Καρδάμ. Ἔλα ν᾿ ἀνασπαστῇς τὀ εὐαγγέλιˬο Σῦρ. Καὶ ἄνευ ἀντικ. Πάω ν᾽ ἀνασπαστῶ (ἐνν. τὴν εἰκόνα ἢ τὰς εἰκόνας) Κορινθ. Σῦρ. ’Ανασπάσκα κ᾿ ἰγώ σήμιρα Ἤπ. Νὰ σηκώσῃς τὸ παιδὶ ν᾽ ἀνασπασθῇ Καλάβρυτ. Ὑπήανε πρῶτα τὰ δυˬὸ ἀδέρφιˬα καὶ τηνε ᾽νεσπαστἠκανε μὲ κλιˬάματα καὶ δαρμοὺς (ἐνν. τὴν νεκράν. ᾿Εκ παραμύθ.) Κρήν. ‖ ᾎσμ. Καμπάνες, ἀσημάνετε, παππάδες, συναχθῆτε, ἐλᾶτε, ξένοι καὶ δικοί, νὰ τὸν ἀνασπασθῆτε (μοιρολ.) ΜΛεκέκ. ἔνθ᾽ ἀν. Ποίημ. Ἀνασηκώνει τρυφερὰ τ’ ἀγγελικὸ κεφάλι, ποῦ ᾿ταν γειρμένο ᾿ς τὴν πληγή, ’ς τὴν ἀγκαλεˬὰ τὸ σφίγγει καὶ τ’ ἀνασπάζεται γλυκά… ΑΒαλαωρ. Ἔργα ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀσπάζομαι, φιλῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA