βράχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βράχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βράχος ὁ, κοιν. βράχους βόρ. ἰδιώμ. βράχο Τσακων. βράχος τό, Θήρ. Κύθηρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σκῦρ κ.ἀ. βράχο Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Σουδεν.) Πληθ. βράχεˬα κοιν. ἀβράχεˬα Κίμωλ. κ.ἀ. βάαχεˬα Σαμοθρ. βράχη Θήρ. Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. βράχα Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀχαΐα Καλάβρυτ. Μαζαίικ. Σουδεν. Τρίκκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. βράχεα, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. βραχέα, καὶ τῆς μεγεθυντικῆς καταλ. -ος. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 2,706 καὶ ΜΝΕ 2,59 - 60. Πβ. καὶ Κορ. Ἄτ. 4,62. Τὸ οὐδ. βράχος ἐκ τοῦ μεταγν. τὰ βράχη κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα τὰ ὄρη - τὸ ὄρος, τὰ τείχη - τὸ τεῖχος κττ. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,48. Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε 2762 (ἔκδ. JLambert) «ἐβγαίνει ἡ γραῖα ἡ ταλαίπωρος, μαύρη ὡς Σαρακῆνα, | γυμνὴ γὰρ καὶ ἀνασκέπαστος καὶ κάθεται εἰς τὸ βράχος».

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Πέτρα μεγάλη καὶ ἀπορρώξ, σκόπελος, σπιλὰς κοιν. καὶ Τσακων.: Ἔ’ ἀστήθηˬα σὰ βράχου (ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος ἀντοχὴν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ποῦ νὰ φά dὰ βράχεˬα τσῆ περιιˬαλιˬᾶς τὸ κορμί σου! (ἀρὰ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νὰ μοῦ βγάλῃ ὁ βράχος τὸ πουκάμισό μου! (ὅρκος ἀρατικός, ἤτοι νὰ πνιγῶ καὶ τὸ σῶμά μου νὰ κτυπηθῇ εἰς τοὺς βράχους τῆς ἀκτῆς) Ζάκ. Νὰ στέτζερε σὰν τὸ βράχο! (νὰ στέκῃς σὰν τὸ βράχο! εὐχὴ) Τσακων. Πῆγε τὸ βράχο βράχο (ἐπὶ βραχώδους ὁδοῦ κατὰ τὰς ὀφρῦς ἢ τὰ πλάγια βραχωδῶν συστάδων) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Φρ. Γεννήθηκα σὲ βράχο (εἶμαι ἀνθεκτικός, ἀκλόνητος) Λεξ. Βλαστ. Πέταξέ το ᾿ς τὸ βράχο (ἐπὶ ἀχρήστου πράγματος) Ἀρκαδ. || Παροιμ. φρ. Ἐμπρὸς γκρεμὸς καὶ πίσω βράχος (μεταξὺ δύο κακῶν) Πελοπν. (Δημητσάν.) Παροιμ. Μαθημένος εἶν᾿ ὁ βράχος νὰ τὸν δέρνουν τὰ κύματα (ἐπὶ τοῦ ἐξοικειωμένου πρὸς τοὺς κινδύνους) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 Μ 17 || ᾌσμ. Ἡ--ἀγάπη βράχους καταλύ’ καὶ τὰ θεριˬὰ μερώνει κ’ ἐγὼ τὴν ἔχω ’ς τὴ gαρδιˬά, πῶς δὲ μὲ θανατώνει; Κρήτ. Ἀνίσως καὶ μ’ ἀπαρνιστῇς καὶ πά’ ἀλλοῦ ἡ φιλιˬά σου, τά βράχη τσῆ περιιˬαλιˬᾶς νὰ φά dὴ gορμαλιά σου! Ἀπύρανθ. Σαράντα κλέφτες ἤμεστα, σαράντα χαραμῆτες, τὰ βράχη τὰ γυρίζαμε κάτω ’ς τὰ περιάλιˬα Κάρπ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βράχος Εὔβ. Κάρπ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βράχος Εὔβ. Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κορινθ. Πυλ. Τριφυλ.) Βράχους Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βράχοι Πελοπν. (Γορτυν. Μάν.) Ἄσπρος Βράχος Κεφαλλ. Κόκκινος Βράχος Ζάκ. Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ.) Κό’νους Βράχους Θάσ. Μεγάλος Βράχος Πελοπν. (Μάν.) Μαργέτη Βράχος Σκῦρ. Μέλισσας Βράχος Εὔβ. Σαρδέλλη Βράχος Πελοπν. (Χατζ.) Παρασκευᾶ Βράχους Στερελλ. (Δεσφ.) Φουνεˬᾶ Βράχους Θάσ. Στρογγυλὸς Βράχος Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Κουμμένους Βράχους Θεσσ. (Μηλ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) Τρύπιˬος Βράχος Ἀττικ. Μαῦρα Βάαχεˬα Σαμοθρ. Μακρεˬὰ Βράχητα Ρόδ. 2) Τόπος βραχώδης, κρημνώδης Εὔβ. Ζακ. Πελοπν. (Λάστ. Μεσσ. Τριφυλ.) Συνών. κατσάβραχα. 3) Λίθος χειροπληθής, μεγάλη πέτρα Σάμ. - Λεξ. Δημητρ.: Τοῦ ἔρριξε ἕνα βράχο καὶ τοῦ ᾽σπασε τὰ πλευρὰ Λεξ. Δημητρ. Τοῦ ᾿δουσι μ᾿ ἕνα βράχου ’ς τοῦ κιφά’ Σάμ. Θὰ σὶ πιˬάσου μὶ τὰ βράχεˬα! (θὰ σὲ λιθοβολήσω!) αὐτόθ. Συνών. βραχεˬὰ 2. Β) Μεταφ. 1) Ἐπὶ ἀνθρώπου, ὑψηλός, πλατύστερνος καὶ σωματώδης πολλαχ. 2) Ὁ ἔχων ἰσχυρὰς σωματικὰς δυνάμεις, ὁ μὴ καταβαλλόμενος, ἄλκιμος, ρωμαλέος πολλαχ.: Εἶναι βράχος, δὲ φοβᾶται ἀπὸ ἀρρώστιˬες. 3) Ἐπὶ ψυχικῆς καταστάσεως, ἀκατάβλητος, ὑπομονητικός, καρτερικὸς πολλαχ.: Ἐστάθη βράχος ’ς τὴν περίστασι ποῦ τοῦ ’τυχε Πελοπν. (Τριφυλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/