βραχόσπαρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχόσπαρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βραχόσπαρτος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Τάφ.2 7 ΠΝιρβάν. Ἀγριολούλ. 178 βραχόσπαρτα τά, Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βράχος καὶ τοῦ ρ. σπέρνω.

Σημασιολογία

1) Βραχοσπαρμένος, ὃ ἰδ. ἔνθ᾽ ἀν.: Βραχόσπαρτο χωράφι ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Οὐδ. πληθ. οὐσ. ἄνευ ὡρισμένης σημασίας εἰς καθαρογλώσσημα Κεφαλλ.: Βράχο βράχο πήγαινα | κ᾽ ἐμάζευα βραχόσπαρτα Πβ. βραχοσφαχτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/