ἀχινα͜ιὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχινα͜ιὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχινα͜ιὸς ὁ, ἀχιναῖος Ζάκ. Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) ἀχινα͜ιὸς πολλαχ. ἀ᾿να͜ιὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀχ’να͜ιὸς Ἴμβρ. ἀχιναῖο Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων. ἀινα͜ιὸς ’Αμοργ. ἀιˬονα͜ιὸς Ρόδ. ἀινα͜ιὰς Μεγίστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀχινός.
Σημασιολογία
1) 'Αχινὸς 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. 2) Μεταφ. τὸ ἐφήβαιον καὶ συνεκδ. τὸ αἰδοῖον σύνηθ. καὶ Τσακων. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἴμβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA