βραχόψαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχόψαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βραχόψαρο τό, Κύθηρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βράχος καὶ ψάρι.

Σημασιολογία

Ἰχθὺς διαιτώμενος εἰς βραχώδη μέρη τῆς θαλάσσης. Συνών. πετρόψαρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/