βράχωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βράχωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βράχωμα τό, Κρήτ. κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. 290 καὶ 374 Δημητρ. βράχουμα Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βραχώνω.

Σημασιολογία

1) Μέγας βράχος ἔνθ’ ἀν.: Κάθουνταν ᾿ς ἕνα βράχουμα γιˬὰ ν᾿ ἀπουγαναχτήσ’ (ἐκ παραδ.) Μακεδ. 2) Ἐπὶ αἰγῶν, ἀναρρίχησις εἰς μέρη βραχώδη, ὁπόθεν ἀδύνατος ἡ κάθοδος Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/