βραχώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραχώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βραχώνω πολλαχ. βραχώνου Λῆμν. Σκίαθ. Σκῦρ. βραχών-νου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. κ.ἀ.) Μέσ. βραχώνουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βράχος.
Σημασιολογία
1) Τραχύνομαι, σκληρύνομαι, ἀποσκιρροῦμαι, ἐπὶ ἐδάφους Εὔβ. (Κύμ.) Σαλαμ. κ.ἀ.: Βράχωσε τ’ ἀμπέλι - τὸ χῶμα κττ. Σαλαμ. || ᾎσμ. Γιὰ δεῖξε μου τὸ μνῆμα της νὰ πάου νὰ τὸ παστρέψου – Γιˬάννη, τὸ μνῆμα βράχωσε, τὸ μνῆμα γένη βράχος Εὔβ. Μετοχ. βραχωμένος, βραχώδης ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 92. β) Καθίσταμαι δυσκίνητος, δύσκολος εἰς τὴν κανονικὴν λειτουργίαν Εὔβ. (Κουρ.): Βραχών-νουνε τὰ στήθηˬα μου (κρυολογοῦν οἱ πνεύμονές μου εἰς βαθμὸν ποῦ δύσκολα ἠμπορῶ νὰ ἀναπνέω καὶ νὰ ὁμιλῶ). 2) Ἐνσφηνοῦμαι ἐντὸς σχισμάδων, ἐντὸς ρωγμῶν βράχου, πιάνομαι εἰς βράχεˬα, συνήθως ἐν τῇ ἁλιείᾳ καὶ τῇ ναυτιλίᾳ πολλαχ.: Βράχωσε μέσα σὲ βράχεˬα τὸ ἀγκίστρι - ἡ μολυβήθρα - τὸ δίχτυ - ἡ καθετὴ κττ. Βράχωσε ἡ ἄγκυρα. || ᾎσμ. Μὰ ἡ ἐδική μου λεμονεˬὰ ᾿ς τὸ βράχο βραχωμένη δίχως νερὸ ᾽ς τὴ ρίζα της ἀνθίζει καὶ καρπίζει (Ν. Ἑστ. 24, 1024) Συνών. βραχεˬάζω 2. 3) Ἐνεργ. καὶ μεσ. ἀνέρχομαι εἰς βραχώδεις κρημνούς, ὁπόθεν δὲν δύναμαι πλέον νὰ κατέλθω, συνήθως ἐπὶ αἰγῶν Εὔβ. (Κουρ.) Λῆμν. Σκίαθ. Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Βράχουσαν τὰ γίδιˬα Αἰτωλ. Βραχώθηκε ἡ γίδα καὶ τρόμαξα νὰ τὴν κατεβάσω Κουρ. Συνών. βραχεˬάζω 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA