βρέγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρέγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρέγμα τό, Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) - Λεξ. Αἰν. βρέμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) βράγμαν Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρέχω. Ὁ τύπ. βράγμαν διὰ τὸν παθ. ἀόρ. ἐβράχα (ἐβράχην).

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ βρέχῃ, τὸ βρέχειν Λεξ. Αἰν. 2) Τὸ νὰ βραχῇ τις Πόντ. (Κερασ.): Ἀΐκον βράγμαν κἀμμίαν ’κ’ ἐβράχα (τέτοιο βρέξιμο ποτὲ δὲ βράχηκα). Συνών. βρεμός. 3) Τὸ μέρος ὅπερ ἐβράχη, εἶναι βρεγμένον ΑΡουμελ. (Φιλιππούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Αἰν.: Μὴ κάθισι ᾿ς τὰ βρέγματα Φιλιππούπ. Μὴν πατᾷς ἀπάν’ τοὺ βρέμα Αἰτωλ. Συνών. βρέξι 2. 4) Τὸ καταστὰν διάβροχον, περίρρυτον Πόντ. (Κερασ.): Βράγμαν ἐγένουμαν. Συνών. μούσκεμα, μουσκίδι, παπί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/