βρέξιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρέξιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρέξιμο τό, βρέξιμον Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) βρέξιμο σύνηθ. βρέιμο Καππ. (Ἀραβάν.) βρέξ’μο Σκῦρ. βρέξ’μου βόρ. ἰδιώμ. βρέ’μου Ἴμβρ. κ.ἀ. βράξιμον Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρέχω. Τὸ βράξιμον κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. ἐβράχα (ἐβράχην).

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ βρέχῃ Καππ. (Ἀραβάν.) Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Ὁ καιρὸς πάει γιˬὰ βρέξιμο Μάν. Συνών. βρεξίος 1. β) Τὸ νὰ καταβρέχῃ τις κἄτι, κατάβρεγμα σύνηθ.: Τὸ βρέξιμο τῆς αὐλῆς - τοῦ δρόμου κττ. || Φρ. Θέλουν βρέξιμο (ἐνν. τὰ ροῦχά σου, τὰ ὑποδήματά σου κττ., δηλ. πρέπει νὰ μᾶς κεράσῃς διὰ νὰ σοῦ εὐχηθῶμεν νὰ τὰ παλαιώσῃς μὲ ὑγείαν. Ἡ φρ. προῆλθεν ἐκ τῆς χρήσεως ποτῶν εἰς τοιαύτας περιστάσεις). γ) Διαβροχὴ σύνηθ.: Τὸ βρέξιμο τῶν μαλλιῶν - τῆς σκούπας -τῶν σεντονιˬῶν κττ. 2) Βροχὴ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Σύνων. βρεξίος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/