ἀνάσπασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάσπασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάσπασμα τό, (Ι) Χίος ἀνέσπασμα Κάρπ. ᾿νέσπασμα Σύμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ ἀνάσπασμα.

Σημασιολογία

1) Ἐκρίζωσις φυτῶν, οἷον κουκκιῶν, φασολίων κττ. μετὰ τὴν συγκομιδὴν τοῦ καρποῦ των ἔνθ’ ἀν.: Πάμε ’ς τ’ ἀνάσπασμα Χίος ’Ανάσπασμα κουκκιῶν αὐτόθ. 2) Αὐτὸ τὸ ἐκριζούμενον φυτὸν Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Εὐσταθ. Ἰλ. 679,34 «καί τι σελίνου ἀνάσπασμα».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/