ἀνάσπασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάσπασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάσπασμα τό, (ΙΙ) ΝΧαλιορ. Ὑδραίικ. θρῦλ. 116

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνασπάζομαι.

Σημασιολογία

Ἀσπασμός: Πῆγε… κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ ἅγιˬου-Γιˬαννοῦ, σταυροκοπήματα πεˬὰ ἐκεῖ, ἀνασπάσματα, παράκλησες καὶ τ᾿ ἄλλα ὅλα μὲ τὴν ἴδιˬα σειρὰ καὶ τάξι. Συνών. ἀνασπασμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/