βρετιδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρετιδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρετιδάκι τό, Κρήτ. βρωτιδάκι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. βρετίδι παρὰ τὸ βρετὸ<βρετὸς διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι. Ὁ τύπ. βρωτιδάκι διὰ συσχέτισιν πρὸς τὸν ἀόρ. τῆς ὑποτακτικῆς βρῶ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 491.

Σημασιολογία

Βρεσιδάκι, ὃ ἰδ.: Παροιμ. Τοῦ φτωχοῦ τὸ βρωτιδάκι | γἢ βελόνα γἢ καρφάκι (γἢ= ἤ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/