ἀνασπαστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασπαστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνασπαστὸς ἐπίθ. Κρήτ. Κύπρ. ἀνεσπαστὸς Κύπρ. ἀνεσπιστὸς Κύπρ. ᾽νεσπαστός Συμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἔπίθ. ἀνάσπαστος ἢ ἀνασπαστός=ὁ βιαίως ἐκ τῆς ἑαυτοῦ χώρας ἀποσπώ μενος καὶ ἀλλαχοῦ μετοικιζόμενος.

Σημασιολογία

Ὁ ἐκριζούμενος, ἐπὶ φυτῶν ἔνθ’ ἀν.: Κουκκιˬὰ ἀνασπαστὰ Κρήτ. Κριτ-τάριν ἀνασπαστόν Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/