βρετίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρετίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρετίκι τό, εὑρετίκι Κάρπ. ἱβριτίκ’ Μακεδ. βρετίκι Θήρ. Κρήτ. βριτί’ Στερελλ. (Καλοσκοπ.) βρωτίκι Κρήτ. βρωθίκι Κρήτ. βρεστίκι Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.) βρετίκιˬα τά, πολλαχ. ἰβριτίκιˬα Λυκ. (Λιβύσσ.) βριτίκιˬα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βριντίκˬα Β. Εὔβ. βριτίτσιˬα Στερελλ. (Ἀράχ.) βρωτίκιˬα Κρήτ. βρεθίκιˬα Ἰων. (Κρήν.) Πάρ. Σίφν. Σκίαθ. Σύμ. Χίος κ.ἀ. βριθίκιˬα Μακεδ. Σάμ. Σκόπ. βρεθίτσα Ἄνδρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) Μεγίστ. Σαλαμ. Σκῦρ. βριθίτσα Κυδων. κ.ἀ. βρεστίκιˬα Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρετὸ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίκι. Περὶ τοῦ πληθ. –ίκιˬα, ἥτις κατάλ. εὑρίσκεται καὶ εἰς τὸ ἀναθροφίκιˬα, βουλλωτίκιˬα, γραφτίκιˬα, θρεφτίκιˬα κττ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) 203. Διὰ τὸν τύπ. βρωτίκι ἰδ. βρετιδάκι. Εἰς τοὺς τύπ. βρωθίκι βρεθίκιˬα τὸ θ διὰ τὸν ἀόρ. βρέθηκα, ἤδη δὲ καὶ παρὰ Δουκ. βρεθήκι. Εἰς τὸ βρεστίκι, βρεστίκιˬα τὸ σ κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ βρίσκω.
Σημασιολογία
1) Πληθ., ἀμοιβὴ διδομένη εἰς τὸν εὑρόντα πρᾶγμά τι ἀπολεσθέν, εὕρετρα ἔνθ’ ἀν.: Ὅποι͜ος μοῦ βρῇ τὰ κλειδιˬὰ ποῦ ἔχασα, θὰ τοῦ δώσω τὰ βρετίκιˬα πολλαχ. Συνών. βρετικὸ (ἰδ. *βρετικὸς 2). 2) Μόνον καθ’ ἑνικ. βρεσίδι 1, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Γέρμ. Λακεδ. Μάν.): Ηὕρακα ἕνα βρεστίκι Μάν. || Παροιμ. Τοῦ φτωχοῦ τὸ βρεστίκι ἤ καρφὶ ἢ πέταλο Λακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA