βρετουδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρετουδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρετουδάκι τό, Κρήτ. βρωτουδάκι Κρήτ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. βρετούδι, ὃ ἐκ τοῦ βρετὸ<βρετός.
Σημασιολογία
Βρετὸς Β1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA