βρεχοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρεχοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βρεχοῦσα ἐπίθ. θηλ. Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βρέχω καὶ τῆς παραγωγικῆς κατά –οῦσα, περὶ τῆς ὁποίας ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ. 37 (1925) 180 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἡ πέμπουσα βροχήν, ἡ βρέχουσα: Παναγία ἡ βρεχοῦσα (ἐπίθ. τῆς Παναγίας, ἂν οἱαδήποτε ἑορτὴ αὐτῆς συμπέσῃ εἰς βροχερὰν ἡμέραν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA