ἀναστατικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστατικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναστατικὸ τό, Ἰκαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀναστάτης Ἡ λ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ Χίου τοῦ 1713.

Σημασιολογία

Ἀγρὸς ξένος, τὸν ὁποῖον καλλιεργεῖ τις μὲ τὴν συμφωνίαν νὰ λάβῃ ὡρισμένην ποσότητα ἐκ τῶν προϊόντων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/