βρέχτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρέχτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βρέχτης ὁ, Πελοπν. (Μάν.) - Λεξ. Δημητρ. Τῆν. - Λεξ. Βλαστ. 319.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βρέχω.
Σημασιολογία
1) Ὁ βρέχων Λεξ. Δημητρ.: Γνωμ. Γενάρις χιˬονιστής, Φλεβάρις βρέχτης. 2) Ὑδρορρόη στέγης Πελοπν. (Μάν.) Τῆν. - Λεξ. Βλαστ.: Παροιμ. Οὔτε βορεˬὰς μὲ φύσησε οὔτε βρέχτης μ᾿ ἔβρεξε (οὐδὲν κακὸν ὑπέστην) Τῆν. 3) Μικρὸς πρόχους τῶν σιδηρουργῶν, μὲ τὸν ὁποῖον καταβρέχουν πυρακτωμένον σίδηρον διὰ νὰ ψυγῇ ἢ ρίπτουν ὕδωρ εἰς τὴν πυρὰν διὰ νὰ μετριασθῇ ἢ νὰ σβήσῃ Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA