ἀναστέλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστέλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναστέλλω Χίος (Καλημ. κ. ἀ.) ᾿νεστέλλω Ροδ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναστέλλω.

Σημασιολογία

1) Μετακινῶν συλλέγω, συγκεντρώνω Χίος (Καλημ. κ. ἀ.): ’Αναστέλλω τὰ ἄχυρα Καλημ. Ἀναστέλλει τοὶς πέτρες ποὺ τσύλησαν Χίος. 2) Καθαίρω, ἐπὶ ἀγροῦ καθαιρομένου ἀπὸ τοὺς χάλικας Χίος: Ἀναστέλλω τὸ χωράφι. 3) Διευθετῶ, τακτοποιῶ Χίος: Ἀναστέλλω τὸ σπίτι. Συνών. ἀνασυγυρίζω, συγυρίζω. 4) Χωρίζω, μετακινῶ πρὸς ὅλας τὰς διενθύνσεις, ἐπὶ τῶν ἐντὸς τοῦ φούρνου καιομένων κλάδων Ρόδ.: ᾿Ενέστειλα τὴ φωτιˬὰ καὶ βραχυλ. ἐνέστειλα τὀ φοῦρνο (ἀντὶ τὴ φωτιˬά τοῦ φούρνου). Διὰ τὴν σημ. πβ. Διοδ 17, 82,4 «τὰς δ’ ἀμπέλους καὶ τὰ καρποφόρα τῶν δένδρων περιχώσαντες καὶ τὴν τοῦ χειμῶνος ὥραν ἐάσαντες πάλιν ἀναστέλλουσι τὴν γῆν κατὰ τὸν τοῦ βλαστοῦ καιρόν».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/