βρεχτούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρεχτούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρεχτούρα ἡ, Ἀθῆν. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σκοπ.) Μέγαρ. Μῆλ. Μύκ. Ναύστ. Πελοπν. (Ἄργ. Ἀρκαδ. Μάν.) Σκῦρ. Σῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν. Βλαστ. Δημητρ. βρεκτούρα Κάρπ. βριχτούρα Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βρεχτὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούρα.
Σημασιολογία
1) Ὄργανον τῶν σιδηρουργῶν, συνήθως θύσανος εἰς τὸ ἄκρον ράβδου, μὲ τὸ ὁποῖον καταβρέχουν τοὺς ἄνθρακας τῆς καμίνου διὰ νὰ μετριάσουν τὴν καῦσιν καὶ νὰ μὴ καταναλίσκωνται οὗτοι ταχέως Ἤπ. Θρᾴκ. (Σκοπ.) Μέγαρ. Μύκ. Πελοπν. (Ἄργ. Ἀρκαδ. Μάν.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) Σῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν.: Παροιμ. φρ. Καλὴ βρεχτούρα ἔχει ὁ δεῖνα (εἰρων. ἐπὶ πωγωνοφόρου) Σκοπ. Τὸ παιδὶ μο͜ιάζει κατὰ τὴ βρεχτούρα (ἐπὶ μελαχρινοῦ παιδίου ὁμοιάζοντος τοὺς γονεῖς) Μάν. Θεέ μου, φύλαγέ με ἀπὸ τ’ ἄδικα κιˬ ἀπὸ τοῦ Γύφτου τὴ βρεχτούρα! (ἐπὶ ὀχληρᾶς καὶ ἐπιπόνου ἐργασίας) αὐτόθ. || Παροιμ. Κυνηγοῦν ὅλοι τὸ λύκο, τὸν κυνηγάει κιˬ ὁ Γύφτος μὲ τὴ βρεχτούρα του, τ’ ἀμόνι τοῦ ’φαγε; (ἐπὶ τοῦ θέλοντος νὰ ἐκδικηθῇ τινὰ ἄνευ λόγου) Ἄργ. Συνών. βρεχτούρι. 2) Τὸ ράντιστρον τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ ὁποῖον συνήθως εἶναι κλῶνος βασιλικοῦ Ἀθῆν. Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κάρπ. Μῆλ. Σκῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν. Βλαστ.: ᾎσμ. Φεύγετε νὰ φεύγωμε, | γιˬατ᾿ ἦρθε ὁ διˬαβολόπαππας μὲ τὴν ἁγιˬαστούρα του | καὶ μὲ τὴ βρεχτούρα του (οὕτω πιστεύεται ὅτι λέγουν οἱ καλικάντζαροι φεύγοντες ἀπὸ τὰς οἰκίας τὴν ἑορτὴν τῶν Φώτων. Πβ. ΝΠολίτ. Παραδ. 1,337 καὶ 2, 1304 - 8) Μῆλ. Συνών. ἁγιˬαστήρα. 3) Φιάλη κλειστὴ φέρουσα ὀπὰς εἰς τὸ στόμιον χρησιμεύουσα ὡς ραντιστήριον ἀρωματωδῶν ὑγρῶν Λεξ. Δημητρ.: Βρεχτούρα γιˬὰ ροδόσταμο. β) Διάβροχος ὑπὸ τῆς βροχῆς θάμνος Εὔβ. (Στρόπον.) 4) Βυτίον πλῆρες ὕδατος, εἰς τὸ ὁποῖον βάπτονται τὰ πυρακτωμένα σίδηρα τοῦ σιδηρουργοῦ Ναύστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA