ἀναστέναγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστέναγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναστέναγμα τό, πολλαχ. καὶ Πόντ. ( Οἰν.) ἀναστέναγμαν Πόντ. (Οἰν. Σάντ.) ἀναστέναμα Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύπρ κ. ἀ.-Λεξ. Πρω. ἀνεστέναγμα Α.Κρήτ. ἀνεστέναμα Κρήτ. Νίσυρ. ἀνιστέναγμα Σαμ. ἀναστένασμα Μεγίστ Τῆλ.-Λεξ.Πρω. Δημητρ. ἀναστένασμαν Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.) ἀνεστένασμα Καρπ Κρήτ. (Βιάνν.) Μεγίστ ᾽νεστέναμα Ρόδ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀναστέναγμα. Καὶ ὁ τύπ. ἀναστένασμα μεσν.

Σημασιολογία

1) Στεναγμός, στόνος ἔθ’ἀν.: ’Ακούω ἀναστενάγματα πολλαχ.‖ ᾊσμ. Ὅπο͜ιος φοβᾶται τὴ φωτιˬὰ ἂς μὴν ἔρθῃ κοντά μου, γιˬατὶ θὰ τὸνε κάψουνε τ’ ἀναστενάγματά μου Ζάκ. ᾿Αναστενάσματα πολλὰ ἔχουν τὰ σωτικά μου Τῆλ. Ἐρράιζεν ἡ φυλακὴ ’πὸ τ᾿ ἀναστέναγμά του Λεξ. Δημητρ. Τ᾽ ἄχι καὶ τ’ ἀνεστέναμα ἀντάμα περπατοῦσι Νίσυρ. Μὲ πόνους τσαὶ μὲ βάσανα, | καμοὺς τσ᾿ ἀνεστενάσματα Μεγίστ. Τῶν ἀμαθιˬῶ μου ᾽σαι μακρεˬά, κοdά ’σαι τσῆ gαρδιˬᾶς μου, γι᾽ αὐτὸ θαρῶ πῶς τὰ ’γροικᾷς τ᾿ ἀνεστενάγματά μου Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδαμν στ. 2962 (ἔκδ. WWagner σ. 325) «ἀρκεῖ σε τὸ ἀναστέναγμα. τὸ δάκρυον ἵκανεῖ σε» καὶ στ. 3208 «καὶ μὲ τ᾿ ἀναστενάσματα ἐπλάσαμε τὸ χῶμα». Συνών. ἀναστεναγμὀς, στεναγμός. Πβ. ἀναστεναγματάκι. 2) Μεταφ. ὁ θροῦς τοῦ ἀνέμου εἰς τὰ φυλλώματα τῶν δένδρων ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,205 : Ποίημ. Ἀλλαξε τὸ μουρμουρητό τῆς λαγκαδιˬᾶς, τῆς βρύσις, ἄλλαξε τ᾿ ἀναστέναγμα τ᾿ ἀγέρα μέσ᾽ τὰ δέντρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/