ἀχινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχινὸς ὁ, ἀχῖνος Κορσ. ἀνχῖνο ’Απουλ. (Καλημ.) ἀχινὸς κοιν. ἀχινὲς Σκῦρ. ἀχινὲ Τσακων. ἀ’νὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀχανὸς Προπ. (᾿Αρτάκ.) ἀινὸς Κύπρ. ἄχινας Κορσ. ἄχιˬουνας Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἐχῖνος. Διὰ τὸν καταβιβασμὸν τοῦ τόνου ἐπὶ τῆς ληγούσης πβ. κτῆνος-χτηνόν, φρῦνος-φουρνός, χαῦνος-ἀχαμνὸς κττ. 'Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 117.
Σημασιολογία
1) Τὰ εἴδη τῶν ζῴων ἐχινιδῶν (echinidae) τῆς τάξεως τῶν ἐχινοδέρμων (echinoderma) καὶ ἰδίως ὁ ἐδώδιμος ἐχῖνος ὁ κοινὸς (echinus vulgaris) κοιν. καὶ Τσακων: Παροιμ. Ποῦθε νὰ πιˬάσῃς ἀχινό καὶ νὰ μὴ σ’ ἀγκυλώσῃ; (ἐπὶ φαύλων καὶ ἐπικινδύνων) Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀχινα͜ιός 1. β) Μετων. ἄνθρωπος ἀνόητος, μωρός: Πο͜ιός νὰ μ᾽ ἀκούσῃ καὶ νὰ μὴ μὲ πῇ ἀχινό! ΔΜπόγρ. ᾿Αραβων. 12. 2) Τὸ κάστανον μὲ τὸ ἀκανθωτὸν ἐξωτερικόν του περίβλημα, ὁ τοῦ Θεοφράστου (3,10,1) ἐχῖνος ἀκανθώδης Ἄθ. Μακεδ. Πβ. ἀχινιˬά. 3) Ξηρὸν ἔκφυμα τοῦ δέρματος μὲ μικρὰς ἀκιδωτὰς ἐξοχὰς Κεφαλλ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Αχινὸς Κρήτ. Στερελλ. ('Ακαρν. κ.ἀ.) ᾽Αχινοῦ Κάρπ. Κρήτ. Λίμνη ᾿Αχινοῦ Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA