ἀναστεναγμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναστεναγμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναστεναγμὸς ὁ, σύνηθ. ἀναστεναμὸς Κρήτ Κύπρ. Χηλ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνεστεναγμὸς ΑΚρήτ Νίσυρ. ἀναστενασμὸς Μεγιστ.-ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2153 ἀνεστενασμὸς Νάξ. ᾽ναστεναγμὸς Κύπρ. Πελοπν ἀνεστεναμὸ τό, Νίσυρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ ἀναστεναγμός. Τὸ ἀναστενασμὸς καὶ παρὰ Γερμ. Τὸ ἀναστεναμός καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α103 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «μὲ πόνους κι ἀναστεναμοὺς ἐπέρναν ὁ καιρός του».
Σημασιολογία
Στεναγμὸς ἔνθ’ ἀν. : ᾊσμ. Χάρε, ποῦ παίρνεις τὲς ψυχές, πᾶρε τσαὶ τὴ δική μου νὰ πάψουνε οἱ πόνοι μου τσ᾿ οἱ ἀναστεναγμοί μου Παρ. (Λεῦκ.) Τ᾿ ἀνεστεναγματάκιˬα μου κ’ οἱ --ἀνεστεναγμοί μου θεριˬὰ καὶ φίδιˬα γίνουdαι καὶ τρώνε τὸ κορμί μου Κρήτ. ᾿Εψὲς ἐπέρνουν ποταμὸ καὶ διˬάβαινα γεφύρι κιˬ ἄκουσα σὰ ᾽ναστεναγμὸ καὶ σὰ μουρμουρισιˬῶνα Πελοπν. Τ᾿ ὥχου καὶ τ᾿ ἀνεστεναμὸ ἀντάμα περπατοῦσι (μοιρολ.) Νίσυρ. Συνών. ἀναστέναγμα, στεναγμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA