ἀναστενάριˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστενάριˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναστενάριˬα τά, Θρᾴκ. ᾽νεστενάριˬα Θρᾴκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ μα οὐσ. ἀσθενάριον. Πβ. ΝΒέην ἐν Βυζαντ 1909 σ. 48-50, ΝΠολίτ. ἐν Λαογραφ. 1 (1909) 343. Κατὰ ΙΒογιατζίδ. ἐν ᾽Αθηνᾶ. 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 81 ἐκ τοῦ ἐπιθ. στρηνάρις.

Σημασιολογία

Δαιμονόληπτοι γυναῖκες ἢ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν ἑορτὴν ἁγίου τινὸς καταλαμβάνονται ὑπὸ ἐνθουσιασμοῦ ὡς ἁγνοὶ καὶ χορεύουν μετ' ἀλλαλαγμῶν φέροντες κωδωνοφόρους ἐρυθροὺς ἐπενδύτας. Περὶ τούτων λέγεται ὅτι «τοὺς ἔπιˬασε ὁ ἅγιος». Πβ. Σύνοψ Χρον (ἔκδ. Κσάθα Μεσν. Βιβλ 7,371) «συναθροίσαντες δαιμονολήπτους, οὓς ἀσθενάριά τινες ὀνομάζουσι».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/