γερόντιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερόντιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γερόντιˬασμα τὸ, Λεξ. Αἰν. γερόγκιˬασμα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γεροντιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Τὸ γῆρας Λεξ. Αἰν. 2) Ἡ νόσος πιπερῖτις ἢ πιπερίασις τοῦ σπόρου τοῦ μεταξοσκώληκος Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/