βριζεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βριζεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βριζεˬὰ ἡ, Εὔβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρίζα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –εˬά.
Σημασιολογία
1) Βριζαμεˬά, ὃ ἰδ. 2) Ἀγρὸς ποῦ ἦτο σπαρμένος μὲ βρίζαν. Πληθ. Βριζεˬὲς καὶ τοπων. Εὔβ. (Ψαχν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA