ἀνάστηθα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάστηθα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνάστηθα ἐπίρρ. ΑἘφταλ Μαζώχτρ. 26 καὶ 85-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάστηθος.

Σημασιολογία

1) Μὲ τὸ στῆθος προτεταμένον Λεξ. Δημητρ. : Στάσου ἀνάστηθα. 2) Ὑπτίως ΑἘφταλ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔπεσε-πλάγιˬασε ἀνάστηθα. Συνὠν. ἀνάγυρα 1β, ἀνακέφαλα 2, ἀνάκολα 3, ἀνάσκελα, ἀνασκελᾶτα, *ἀνασκέλου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/