βρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρίζω (Ι) Κύπρ. βρίσ-σω Κύπρ. φρίσ-σω Κύπρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. βρίζω = εἶμαι νυσταλέος, νυστάζω, ἀδρανῶ, ἀπρακτῶ.

Σημασιολογία

Κοιμῶμαι: ᾎσμ. ’Πὸ τὸ στενόν σου νὰ διˬαβῶ ταὶ μιˬὰν φωνὴν νὰ ρίξω, εἰς τὰ βυζούδκιˬα σου τὰ δυˬὸ σὰν τὸν λαὸν νὰ βρίξω. 2) Μένω ἄφωνος, σιγῶ, σιωπῶ: Ἔβριξεν τ’ ἔφυεν. Βρίξε, λαλῶ σου! Βρίξε, κακὸν χρόνον νά ’ῃς! 3) Ἐκπλήσσομαι: Ἔβριξα σὰν τ’ ἄκουσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/