βρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρίζω (ΙΙ), ὑβρίζω Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ὀβρίζω Πελοπν. (Μάν.) ὀβρίζου Εὔβ. (Κονίστρ. Ὄρ.) βρίζω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Οἰν.) βρίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) βρίτζω Σύμ. βρίζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. βρίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) βίιζου Σαμοθρ. βρέζου Μακεδ. Ἀόρ. ἔβριξα πολλαχ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. βρίζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ὑβρίζω. Πβ. Περὶ γέρ. στ. 96 (ἔκδ. Wagner σ. 109) «καὶ στέκει μὲ τὸν σκόντουφλον, βρίζει τὴν φαμελιάν της». Ὁ τύπ. ὀβρίζω ἐκ τοῦ ἐν συνεκφορᾷ ἀορ. μὄβρισε, σὄβρισα.

Σημασιολογία

Ἀποτείνω πρός τινα αἰσχρὰς λέξεις καὶ φράσεις, λοιδορῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸν βρίζει κ᾿ ἐκεῖνος δὲν κοτάει νὰ τοῦ πῇ τίποτε κοιν. Μὴ μὲ βρίσῃς νὰ μὴ βριστῇς Κάρπ. Καὶ μέσ. ἀλληλοπ.: Λές καὶ εἶναι χαμάληδες ποῦ βρίζονται τόσο ἄσκημα. Βριστήκανε καλὰ καλὰ καὶ κατόπι τσακωθήκανε ’ς τὰ γερά. Συνών. ἀποτιμῶ 2, ἀτιμάζω 3, ἀτιμώνω 1, βάζω (Ι) 2 γ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/