ἀναστητὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναστητὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναστητὴς ὁ, Λεξ. Δημητρ. ἀνεστετής Καρπ ᾿νεστετὴς Ροδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναστένω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐκτρέφων, ὁ ἀνατρέφων, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αναστητὴς τοῦ κοπαδιˬοῦ. Ἡ γρα͜ιὰ εἶναι ἀναστήτρα ὅλων τῶν παιδιˬῶν μας. 2) Ὁ καλλιεργῶν καὶ προάγων διὰ τῆς ἐπιμελείας του ἀγροτικὸν κτῆμα ἢ φυτεύων καὶ περιποιούμενος δένδρα Καρπ Ρόδ.: Ἦταν ᾽νεστετὴς ὅ συχωρεμένος Ροδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA