γεροντο-
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντο-
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροντο- κοιν. γεροdο- πολλαχ. ἐροdο- Κάλυμν. Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) γιρουντου- βόρ. ἰδίωμ.
Ετυμολογία
Θέμα τοῦ ἀρχ. οὐσ. γέρων. Πβ. γεροντοκομεῖον, γεροντοδιδάσκαλος, γεροντομανία, γεροντογρᾴδιον.
Σημασιολογία
Ὡς α΄συνθετ. εὑρίσκεται : 1) Μετ᾽ ὀνομάτων καὶ μετοχῶν καὶ δηλώνει α) ὅτι τὸ β΄ συνθετ. ἔχει τὴν ἡλικίαν ἢ ἄλλην ἰδιότητα γέροντος ἢ ὀμοιότητα πρὸς γέροντα, ὡς γεροντόαιγα, γεροντόβλαχος, γεροντοβοῦς, γεροντόβοιˬδο, γεροντογάιˬδαρος, γεροντογαμπρός, γεροντόγαττος, γεροντογιˬός, γεροντολεύτερος, γεροντομούλαρο, γεροντονιˬός, γεροντοπαλλήκαρο κ.τ.τ. β) Ὅτι τὸ β΄ συνθετ. ἀνήκει ἢ προσιδιάζει εἰς γέροντα, ὡς γεροντοβρώσι, γεροντοκέλλι, γεροντοκοιλιˬά, γεροντόλογο, γεροντομοίρι, γεροντόσπερμα, γεροντόχτικο κ.τ.τ. 2) Μετὰ ρημάτων καὶ δηλοῖ ὅτι τὸ ὑπὸ τοῦ ρ. σημαινόμενον γίνεται ἢ ἀνήκει εἰς τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν, οἷον γερονταφίνω , γεροντομαθαίνω, γεροντοξεχνῶ, γεροντοφέρνω κ.τ.τ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA