ἀναστοναχῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναστοναχῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναστοναχῶ, ἀναστουλουχῶ. Δ. Κρήτ. ἀνεστουλουχῶ Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀναστοναχῶ.

Σημασιολογία

1) Κλαίω μετὰ λυγμῶν : Ἀναστουλουχάει το παιδί. Πο͜ιὸς σ᾽ ἔδειρε κιˬ ἀνεστουλουχᾷς ἐτσά; Μὴν ἀνεστουλουχᾷς bλεˬὸ καὶ ν’ ἀνοίξῃ θέλει ἡ καρδιˬά σου. Συνών. ἀναλυγγιˬάζω 1, ἀναλυγγίζω, ἀναρρουφῶ 3, ἀνασέρνω Β6, λυγγιˬάζω. 2) Ὀγκανίζω, ἐπὶ ἡμιόνου ἢ ὄνου ζητοῦντος τροφὴν ἢ πρὸς ὃν ἐπιδεικνύεται τροφή: Ἀνεστουλουχάει ὁ γάιδαρος, μόνο πήαινε νὰ τοῦ βάλῃς νὰ φάῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/