ἀνάστραχο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάστραχο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάστραχο τό, Μλελέκ. ’Επιδόρπ. 144

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. ἀστράχα.

Σημασιολογία

Τὸ μεταξὺ τῆς κορυφῆς τοῦ τοίχου καὶ τῶν ξύλων τῆς στέγης τριγωνικὸν κοίλωμα: ᾎσμ. -Σ᾿ ἀγαπᾷ, σ᾽ ἀγαπᾷ-Ποῦ μὲ βαίνεις;-Ἀπάνω ᾿ς τ᾽ ἀνάστραχα-Ἄν πέσ’ ἀπὸ τ’ ἀνάστραχα; -Νὰ φάς μιὰ χούφτα κάστανα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/