ἀνάστροφα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάστροφα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάστροφα ἐπίρρ. Ἀθῆν.Κέως κ.ἀ.-Λεξ. Αἰν. Ἠπίτ. Μ.’Εγκυκλ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνάστρουφα Σαμ ἀνάστριφα Σαμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάστροφος (Ι).
Σημασιολογία
1) ᾿Αντιστρόφως, ἀντεστραμμένως ἔνθ’ ἀν. : Φόρεσα τὸ καππέλλο μου ἀνάστροφα Λεξ. Δημητρ. Μπάτσος δοσμένος ἀνάστροφα (μὲ τὸ ὀπίσθιον μέρος τῆς χειρὸς) αὐτόθ. ‖ Φρ. Ἀνάποδα καὶ ἀνάστροφα νὰ σὲ βγάλουνε! (νὰ κάμουν τὴν εκφοράν σου ὡς νεκροῦ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐμπρός! Τὸ τοιοῦτον νομίζεται κακόν, διότι ὁ νεκρὸς δὲν διαλύεται ἐν τῷ τάφῳ) ᾿Αθῆν. Τὰ πῆρε ἀνάστροφα (ἐνν. τὰ πράγματα,φέρεται ἀνοήτως. Ἐπὶ τοῦ ἀσώτου καὶ σπατάλου)-Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀλλακάππα 1, ἀνάγυρα ], ἀνάποδα 1, ξανάστροφα. β) Ὑπτίως Λεξ. Δημητρ. : Ἔπεσα ἀνάστροφα. Συνών. ἀνάκολα 3, *ἀνακούκουλλα 2, ἀνακούρκουδα 2, ἀνάσκελα, ἀνασκελᾶτα, *ἀνασκέλου. 2) Οὐχὶ κατ᾽ εὐχήν, ἀλλ᾿ ἀντιξόως Λεξ. Δημητρ: Μοῦ ᾽ρθανε τὰ πράματα ἀνάστροφα. Συνών. ἰδ. ἔν λ. ἀνάποδα 10.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA