ἀρκῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρκῶ λογ. κοιν.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀρκῶ.
Σημασιολογία
1) Εἶμαι ἀρκετός, ἱκανός, ἐπαρκῶ: Ἀρκῶ μόνος μου γιˬὰ τ᾽ δουλε͜ιά δὲν χρειάζομαι ἄλλον. Ἀρκῶ μόνος μου νὰ τὰ καταφέρω. Ἀρκοῦν δυˬὸ ἀργάτες γιˬα τὴ δουλε͜ιά. Ἀρκεῖ τὸ φαεῖ νὰ χορτάσουμε καλά. Μοῦ ἀρκοῦν τὰ χρήματα ποῦ ἔχω. || Καὶ ἀπροσ. Ἀρκεῖ νὰ τὸ πῇς καὶ θὰ γίνῃ γλήγορα. Ἀρκεῖ νὰ πάς και θὰ τὰ βρῇς. Ἀρκεῖ νὰ τὸν βρῶ καὶ θὰ τὸν φέρω μαζί μου. Ἀρκεῖ νὰ βρέξῃ λίγο καὶ θὰ δροσίσῃ ὁ καιρός. Ἀρκεῖ νὰ δουλέψῃς καλὰ καὶ θὰ σὲ πλερώσω μὲ τὸ παραπάνω. Δὲν ἀρκεῖ ποῦ δὲν ἔρχεσαι, μὰ ἔχεις καὶ παράπονο. Ἀρκεῖ πεά, τὸ παράκανες! || Φρ. Ἀρκεῖ καὶ περισσεύει (ἐπὶ πλησμονῆς πράγματος). 2) Μέσ. μένω εὐχαριστημένος, ἱκανοποιοῦμαι: Ἀρκοῦμαι σ’ ὅ,τι μοῦ δίνεις-κάνεις-λές–φέρνεις κττ. Ἀρκοῦμαι καὶ ’ς τὸ λίγο, ἀρκεῖ νά ’ναι καλό. Ἀρκεῖται μονάχα ποῦ τὸ λέγει καὶ δὲ σκοτίζεται γιὰ τὰ κατόπι. Δὲν ἀρκεῖται σ’ αὐτὰ ποῦ τοῦ δίνω παρὰ ζητάει κιˬ ἄλλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA