βρισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βρισμὸς ὁ, ὑβρισμὸς ΔΣολωμ. 56.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βρίζω.
Σημασιολογία
Βρίσμα ὃ ἰδ.: Ποίημ. Ἀπὸ φόβο κιˬ ἀπὸ τρόμο, | ἀπὸ βάρβαρους δεσμούς, ποῦ ’ναι σκόρπιοι εἰς κάθε δρόμο, | κιˬ ἀπὸ μύριˬους ὑβρισμούς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA