γεροντόβλαχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντόβλαχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροντόβλαχος ὁ, ἐνιαχ. γιρουντόβλαχους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. βλάχος.

Σημασιολογία

Βλάχος (ποιμὴν σκηνίτης) γηραλέος ἐνιαχ.: ᾎσμ. Σηκώθ᾽ ὁ παππα-Θύμιος, πάει ἀρματολός, μαζώνει παλληκάριˬα, ὅλο διˬαλεχτά, γυρεύει κ᾽ ἕνα γέρο, γεροντόβλαχο, ποὺ ξέρει τὰ λημέριˬα γιὰ ν᾽ ὁδηγηθοῦν Α. Passow, Popular. carm., 88

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/