ἀνασυγύρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασυγύρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνασυγύρισμα τό, αμάρτ ἀνασ’κύρισμα Παξ. Πελοπν. (Κορινθ) ’νισ’κύρ’σμα Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασυγυρίζω.

Σημασιολογία

Τακτοποίησις, διεθέτησις, καθάρισμα τῶν ἐπίπλων καὶ σκευῶν τοῦ οἴκου ἔνθ’ ἀν.: Πιˬασμένη μὲ τ’ ἀνασ’κύρισμα τοῦ σπιτιˬοῦ δὲν πρόφτασα νὰ κάμω κἀμμιˬὰ ἄλλη δουλε͜ιὰ Κορινθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/