βρομάχερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρομάχερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρομάχερο τό, Πελοπν. (Λακων.) βρομάχυρο ΠΓεννάδ. 163.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βρόμη καὶ ἄχυρο.

Σημασιολογία

Βρομαρεˬὰ 2, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/