ἀνασυννοῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασυννοῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασυννοῶ, μεσ ἀνασουνναμαι Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ της προθ. ἀνὰ και του ρ. *συννοῶ.
Σημασιολογία
Συλλογίζομαι, σκέπτομαι: Τί ἀνασουννᾶσαι; ǁ ᾎσμ Κάτου ᾿ς τοίς ποδοκρεββατιˬές στέκει κιˬ ἀνασουννᾶται καὶ τὰ πουλλία πὄφαε καλὰ τ’ἀναθυμᾶται (ἐνν. ὁ γάττος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA