ἀνασυρταράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασυρταράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνασυρταράκι τό, ἀμάρτ. ἀνεσυρταράκι Κάρπ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀνασυρτάρι.

Σημασιολογία

1) Δοχεῖον μικρόν, διὰ τοῦ ὁποίου ἀντλοῦνται ὑγρὰ ἐκ πίθων ἢ ὕδωρ ἐκ φρέατος. 2) Σχοινίον διὰ τοῦ ὁποίου ἀνασύρεται κάδος ἢ ἄλλο ὑδροφόρον ἀγγεῖον ἐκ ᾎσμ. Ἦτον τὸ σταμνάκι της βαρεˬούτσικο, τ᾿ ἀνεσυρταράκι της κοντούισικο κ’ ἵδρωσεν ἡ κόρη ᾽ς τὸν ἀνεσυρμό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/