ἄρμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄρμα τό, Βιθυν. Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. Καππ. (Σινασσ.) Κεφαλλ. Κορσ. Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ. Λακων. Λάστ. Μάν. Μεσσ.) Σῦρ. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. ἄρμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Σταυρ. Χαλδ.) Χίος κ.ἀ. ἄρματον Κύπρ. ἄρματο Κεφαλλ. -Λεξ. Δημητρ. ἄρμα ἡ, Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Μύκ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ.)-ΑΜαμμέλ. Θαλάσσιν. 102. Πληθ. ἄρματα σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οῦσ. ἄρμα, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. arma πληθ. τοῦ armum, ὅπερ νομισθὲν ἐνικ. ἀριθμ. ἔγινεν αἰτία νὰ σχηματισθῇ νέος ἐπεκτεταμένος πληθ. ἄρματα ἤδη κατὰ τὸν μεσαίωνα κατὰ τὸ γράμμα-γράμματα κττ., ἐκ τοῦ πληθ. δὲ τούτου ἐσχηματίσθη τὸ νεώτερον ἄρματο κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα γόνατα-γόνατο κττ.

Σημασιολογία

1) Ὅπλον παντὸς εἴδους σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Σάντ. Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.): Δὲν ἔχει ἄρμα ἀπάνω του Σῦρ. Τὴν νύχτα παίρνω τὸ ἄρμα μου καλοῦ κακοῦ Λεξ. Δημητρ. ᾽Εκρέμασεν ᾽ς σὸ στουλάρ’ τ᾽ ἄρμαν ἀτ’ (στουλάρ’=στῦλος οἰκίας) Χαλδ. Κρατῶ ἄρμαν Κερασ. || Φρ. Τά ᾿ρριξε τ᾿ ἄρματα (ὑπεχώρησε) πολλαχ. Τά ᾿ρρ᾿ξι τ᾿ ἄρματα (ἐγκατέλειψε τὰς νεανικὰς ἐπιθυμίας) Μακεδ. (Βλάστ.) ’Σ τ᾿ ἄρματα! (εἰρων. ἐπὶ μεγαλαυχοῦντος) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πιάνομαι ἀπ’ τ᾿ ἄρματα (δράττομαι τὰ ὅπλα). ’Σ τ᾿ ἄρματα νὰ σταθοῦμε! (νὰ ἐξεγερθῶμεν, νὰ ἐπαναστατήσωμεν) Κρήτ. Δὲν ἔχεις μέση γιˬ᾿ ἄρματα! (πρὸς τὸν δειλὸν) Πελοπν. (Ἄργ.) Ἄρμα μαχαίρ’! (ἐπὶ τοῦ ὀργίλου καὶ σφοδρῶς ἐξημμένου, οἷον: ἄρμα μαχαίρ’ νὰ τὴ σταυρώσῃ τὴ δεῖνα!) Μύκ. Ἄρμα μανίκα! (συνών. τῇ προηγουμένῃ, οἷον: ἤρθενε καὶ μ᾿ ἐφορτώθηκενε ἄρμα μανίκα) Κρήτ. Ἄρμα μανίκα εἶναι ἢ κάθεται (χωρὶς ἐπενδύτην ὥστε νὰ φαίνωνται αἱ χειρίδες τοῦ ὑποκαμίσου) Τῆλ. Ἄρμα πύρμα (ἐπὶ τοῦ πανόπλου ἢ τοῦ ἐορτάσιμα φοροῦντος. Διὰ τὸ πύρμα ἰδ. ἅρμα) Σάντ. Ἄρμαν πύρμαν καὶ τὸ μέγα ἔλεος (ἐπὶ τοῦ πανόπλου) Σταυρ. || Παροιμ. Χωρὶς ἅρματα ᾿ς τὸν πόλεμο δὲν πάνε (ὁ ἐπιχειρῶν τι πρέπει νὰ ἔχῃ καὶ τὰ ἀπαραίτητα μέσα τῆς ἐκτελέσεως) σύνηθ. Τοῦ ἀρμάτου ὁ φόβος φύλαχτρο (τὸ ὅπλον ἐκφοβίζει καὶ ἀπομακρύνει τοὺς κακοποιοὺς) Λεξ. Δημητρ. Ἄρμα καὶ γράμμα ἀπὸ χεριοῦ (ὁ πολεμιστὴς καὶ ὁ λόγιος πρέπει νὰ ἔχουν ἀδιαλείπτως ἀνὰ χεῖρας οὗτος μὲν τὰ βιβλία, ἐκεῖνος δὲ τὰ ὅπλα, διότι ἄνευ ἀσκήσεως ἀπομανθάνουν τὴν χρῆσιν αὐτῶν) Λακων. Μεσσ. κ.ἀ. Μὲ τὸ κορμὶ καὶ τ᾿ ἄρματα (καθὼς εἰς τὸν εὔσωμον ἄνδρα ἁρμόζουν λαμπρὰ ὅπλα, οὕτω δίκαιον εἶναι καὶ ὁ εὐθὺς καὶ δραστήριος ἀνὴρ νὰ πορίζεται κέρδη ἐκ τῶν ἐπιχειρήσεών του) Ἀθῆν. Εἷναν ᾿κ’ ἐκοντούρευαν κ’ ἐκεῖνος ἔλεεν, τ᾿ ἄρματα μ᾽ ποῦ νὰ κρεμάνω; (κάποιον δὲν ἐδέχοντο διὰ φιλοξενίαν καὶ ἐκεῖνος ἔλεγε, ποῦ νὰ κρεμάσω τὰ ὅπλα μου; Ἐπὶ τοῦ ἐξακολουθοῦντος νὰ ὁμιλῇ ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς μὴ δεκτῆς γενομένης αἰτήσεώς του) Τραπ. || ᾊσμ. Τ’ ἀντρειωμένου τ᾿ ἄρματα δὲν πρέπει νὰ πουλε͜ιῶνται, μόν’ πρέπει τα ᾿ς τὴν ἐκκλησιˬὰ κ᾿ ἐκεῖ νὰ λειτουργε͜ιῶνται πολλαχ. Μάιδε σπαθὶ μὲ λάβωσε, μάιδ’ ἄρμα τοῦ πολέμου. Κορινθ. Ὄπο͜ιος κάνει τὸ σταυρό του | ἔχει ἄρμα ᾿ς τὸ πλευρό του Κρήτ. Πέφτω, κάνω τὸ σταυρό μου, | ἄρμαν ἔχω ᾿ς τὸ πλευρό μου (ἡ προσευχὴ νομίζεται ὡς θεῖον ὅπλον κατὰ τοῦ κακοῦ) Χίος. β) Μέτων. ὁπλοφόρος, στρατιώτης Ἄνδρ.-ΙΚολοκοτρ. Ἑλλην ὑπομν. 185 καὶ 202 ΘΚολοκοτρ. Διήγ. συμβάντ. 2,4 ΔΣολωμ. 16: Ἀκολουθοῦν καὶ οἱ λοιποὶ καὶ ὅλα τῆς Γούβας τ’ ἄρματα ΙΚολοκοτρ. ἔνθ’ ἀν. 202. «Ὁ ἐκλαμπρότατος κ. Ἀνδρέας Ζαΐμης διετάχθη ν᾿ ἀναδεχθῇ τὸ βάρος εἰς τὸ νὰ διευθύνῃ ὅλα τὰ ἄρματα τῆς ἐπαρχίας σας» ΙΚολοκοτρ. ἔνθ’ ἀν. 185. «Εἶχα πολλοὺς ψήφους καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα καὶ πολιτικοὺς» ΘΚολοκοτρ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ὁ Κωσταντῆς κατέβαινε᾿ς τοὺς κάbους καβαλλάρις μὲ τετρακόσα ἄρματα, πενήντα δυὸ παιχνίδια Ἄνδρ.–Ποίημ. Τρέχουν ἄρματα χιλιˬάδες | σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιˬαλό, ἀλλ᾿ οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαρᾶδες | δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμὸ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαλάλ. 314,6 (ἔκδ. Βόννης) «ἀγανακτήσας ἐκέλευσεν ἄρμα κατ᾿ αὐτῶν ἐξελθεῖν’ (ἡ λ. κεῖται περιληπτικῶς ἀντὶ ἄρματα) καὶ Θεοφάν. 459,10 (ἔκδ. Βόννης) «ὑπέσχετο διδόναι αὐτοῖς ἄρματα». 2) Φυσιγγιοθήκη Πόντ. (Σάντ.) 3) Κατὰ πληθ. α) Κοσμήματα γυναικῶν Εὔβ. Καππ. (Ἀραβάν.) Μακεδ. (Βλάστ.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) κ.ἀ.-ΝΠολίτ. Ἐκλογ. 51 καὶ 179: Ἔβαλιν ἡ ᾿ναῖκα τ’ ἄρματα Βλάστ. || Ἆσμ. Ἄιτε καὶ βάνε τ’ ἄρματα κ᾿ ἔλα ’ς τὴν Κρύα Βρύσι νὰ περπατᾶμε ’ς τὰ βουνά, ’ς τῆς Λιάκουρας τὰ χιόνια ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. 51. Σήκω ν᾿ ἀλλάξῃς, κόρη μου, νὰ βάλῃς τ’ ἄρματά σου, γιˬατ’ ἦρθαν νὰ σὲ πάρουνε πεζούρα καὶ καβάλλα ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. 179. β) Γεωργικὰ ἐργαλεῖα Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) γ) Σκεύη καὶ ἔπιπλα οἰκίας Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ.) 3) Συνήθως κατὰ πληθ., ἐνίοτε δὲ καὶ καθ’ ἑνικ., τὰ ἱστία καὶ ἐν γένει ὅλα τὰ ἐξαρτύματα τοῦ πλοίου Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Μύκ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)-ΑΜαμμέλ. ἔνθ’ ἀν.: Τὰ μικρὰ ἄρμενα σύμφωνα μὲ τὴν ἄρμα τους ἔχουν μιˬά, τὰ μεγαλύτερα ἔχουν καὶ μιˬὰ δεύτερη (ἐνν. γάμπια) ΑΜαμμέλ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/