ἀνασυρτήρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασυρτήρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνασυρτήρι τό, Ἄμοργ. Ἰκαρ.-Λεξ. Αἰν Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. 294 ἀνασυρτήρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνεσυρτήρι ᾿Αμοργ. Θήρ. Θρᾴκ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πάτμ. ἀνεσυρτήρ’ Πάρ. (Λεῦκ.) ἀνεστήρ’ Παρ (Λεῦκ.) ᾽νασυρτήρι Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασύρω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀνασέρνω, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -τήρι.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανασυρτάρι, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. 2) Κρίκος διὰ τοῦ ὁποίου ἀνυψοῦται ἡ καταπακτὴ τοῦ πατώματος ἡ κλείουσα τὴν ἐσωτερικὴν τοῦ κατωγείου κλίμακα ᾿Ικαρ. 3) Μακρὰ ξυλίνη ράβδος φέρουσα εἰς τὸ ἄκρον : βρεγμένους κλάδους ἢ ράκη, διὰ τῆς ὁποίας σύρονται πρὸς τὰ ἔξω ἐκ τοῦ φούρνου οἱ ἄνθρακες ᾿Ικαρ. Συνών. ανάσερμα 1 γ, ἀνατριφτής, πάννα, πάννιστρας,τρίφτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA