ἀρμάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρμάδα ἡ, συνήθ. ἀρμάdα Πελοπν. κ.ἀ. ἀρμάα Κύπρ. ἀρμάθα Θεσσ. (Ἁλμυρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Βενετ. armada. Πβ. καὶ Ἰταλ. armata. Τὸ ἀρμάθα ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ οὐσ. ἀρμάθα, ὃ ἰδ. Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,20 (ἔκδ. RDawkins) «καὶ ἀνισῶς καὶ πέψῃ ἀρμάδαν» καὶ Βουστρών. (ἔκδ. ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 2,485) «ἐσηκώθην ἡ ἀρμάδα ἀπὸ τὴν Ἀμμόχουστον».

Σημασιολογία

Στόλος καὶ ναυτικὸς ἐν γένει στρατὸς (ἡ λ. κυρίως εὔχρηστος πρὸς δήλωσιν τοῦ ναυτικοῦ τῶν ἀρχαιοτέρων ἐποχῶν ἀπὸ τῆς βενετοκρατίας καὶ ἐντεῦθεν, ἐνῷ ἡ ὀνομασία τῶν σημερινῶν ναυτικῶν δυνάμεων εἶναι. στόλος) ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἡ Τούρκικη ἀρμάδα (εἴρων. ἐπὶ τοῦ Τουρκικοῦ στόλου ὡς πεπαλαιωμένου, ἀχρήστου καὶ γελοίου) πολλαχ. || Παροιμ. φρ. Ὡς δὲν εἶδα τὴν κρυάδα, | νὰ μὴ δῶ καὶ τὴν ἀρμάδα (λέγεται ὑπὸ τῶν ὑπερπηδώντων τὴν πυρὰν τὴν ἀναπτομένην τὴν ἑσπέραν τῆς 23 Ἰουνίου ὡς πολλὰ δεινὰ ὑποστάντων ἐκ τῶν στόλων τῶν Βενετῶν καὶ Τούρκων) Κίμωλ. || ᾊσμ. Ὤ Παναγιˬά μου, ἰδὲ ᾽ς τὴν ἄλλη bάντα πῶς bαίνει μὲ τὴ φούριˬα ἠ -- ἀρμάδα Κρήτ. Καὶ οἱ τρεῖς μὲ τὴν ἀράδα | σὰν τοῦ βέη τὴν ἀρμάδα Κωνπλ. Καὶ τὴν Τετράδη τὴν αὐγὴ | βλέπει ἀρμάdα φοβερή, τὰ μετράει ἕνα ἕνα | κ᾿ ἦσανε ἑξήντα ἕνα Πελοπν. Μπροστὰ πάνε τὰ κάτεργα καὶ πίσω ἡ ἀρμάdα, ᾽ς τὴ μέση ὁ Ἀλῆ πασᾶς μὲ μιὰ χρυσῆ φεργάτα ἀγν. Τόπου Σήμαν’ ἡ καμπάνα νὰ μαζευτοῦν οἱ Φράγκοι... καὶ πάν νὰ πολεμήσουνε ’ς τὴν Τούρκικη ἀρμάθα. Συνών. ἀρμάτα 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/