ἀρμαδούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμαδούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρμαδούρα ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Βενετ. armadura.

Σημασιολογία

1) Ἡ σκαλμοδόκη τοῦ πλοίου πολλαχ. 2) Κρεμάστρα διὰ τὰ ἐργαλεῖα τοῦ ξυλουργοῦ Λεξ. Βλαστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/