βρονταλίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρονταλίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρονταλίδι τό, Λεξ. Βλαστ. 61. Δημητρ. βρονταλίδ’ Εὔβ. (Ψαχν.) βρουνταλίδ’ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) βροντολίδι Πόντ. (Σούρμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. βροντάλα καὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. -ίδι.
Σημασιολογία
1) Κωδωνίσκος εἴτε κλειστὸς μετὰ σχισμῆς περιέχων μεταλλίνην σφαῖραν, ἐκ τῆς κινήσεως τῆς ὁποίας παράγεται ἦχος, εἴτε ἀνοικτὸς ἔχων γλωσσίδα, ἀναρτώμενος ἐκ τοῦ λαιμοῦ διαφόρων κατοικιδίων ζῴων Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. βρονταράκι, βροντύλλι 1, κυπράκι, γολγόνι. 2) Παιδικὸν ἄθυρμα, κωδωνίσκος κλειστὸς περιέχων σφαιρίδια, ὁ ὁποῖος κινούμενος ἠχεῖ Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Δημητρ. Συνών. κουδουνίστρα. 3) Μετάλλινον ἔλασμα ἐξαρτώμενον διὰ σπάγγου ἔξωθεν τῆς κοφίνας τοῦ μύλου Στερελλ. (Αἰτωλ.) 4) Σφαιρίδια ἢ μικροὶ λίθοι προσδενόμενοι διὰ σχοινίου εἰς περιστρεφομένην ἄτρακτον καὶ πλήττοντες τεμάχιον λευκοσιδήρου Στερελλ. (Αἰτωλ.) 5) Τὸ γλωσσίδι τῆς καμπάνας Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. 6) Βρονταλίδα 2, ὃ ἰδ., Πόντ. (Σούρμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA