ἀχλιˬοκαίριστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχλιˬοκαίριστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀχλιˬοκαίριστα ἐπίρρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπίθ. ἀχλιˬοκαίριστος.

Σημασιολογία

Πρὶν γίνῃ ὁ καιρὸς θερμότερος: 'Αχλιˬοκαίριστά ’τονε, ὅdεν ἤφυα, μὰ ἐχλιˬοκαίρισε κ᾽ ἐζεστάθηκα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/