βροντάνεμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντάνεμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βροντάνεμος ὁ, ἀμάρτ. βροdάνεμος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βροντὴ καὶ ἄνεμος.
Σημασιολογία
Ἄνεμος μετὰ βροντῶν: ᾎσμ. Ἄνεμε, βροdάνεμε, | τί χτυπᾷς τὴ bόρτα καὶ τὰ παραθύρια;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA