ἀρμαδῶρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμαδῶρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρμαδῶρος ὁ, Κύθν. Σῦρ. ἀρμαδοῦρος Σῦρ. κ.ἀ. ἀρμαδοῦρους Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. armatore. Εἰς τὴν φωνητικὴν μεταβολὴν συνετέλεσαν τὸ ἀρμάδα καὶ ἀρμαδούρα Πβ. καὶ Βενετ. armador.

Σημασιολογία

Ὁ ράπτων τὰ ἱστία τῶν πλοίων καὶ γενικώτερον ὁ ἀναλαμβάνων ν᾿ ἀρματώσῃ πλοῖον, ἤτοι νὰ βάλῃ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα ἐξαρτύματα ἔνθ’ ἀν.: Ηὗρι ἕνα καλὸ ἀρμαδοῦρου ποῦ ἀρμάτουνι τ᾿ βασι’κὴ ν-ν ἀρμάδα κιˬ ἀρμάτουσι καλὰ τ᾿ φιργάδα τ᾽ κὶ ν-ν ἔκανι σὰ νύφ’ στουλισμέ’ (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπῶν. ἐν ἐγγράφῳ Κρήτης τοῦ 1565.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/