βροντανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βροντανίζω ἀμάρτ. βρουντανίζου Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *βροντάνι ἢ ἐκ τοῦ οὐσ. βροντὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ανίζω, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 59-60.

Σημασιολογία

1) Προξενῶ ἰσχυρὸν κρότον Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) 2) Ὠργισμένος κάμνω ἀπειλητικὰς κινήσεις κατά τινος Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/